ακαρτέρητος

ακαρτέρητος
-η, -ο (Α ἀκαρτέρητος, -ον) [καρτερῶ]
1. αυτός που δεν δείχνει καρτερία, ανυπόμονος
2. πρόθυμος, ζωηρός
νεοελλ.
απροσδόκητος, αναπάντεχος
αρχ.
ο ανυπόφορος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀκαρτέρητος — insupportable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακαρτέρητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν περιμένουμε: Μας ήρθε μουσαφίρης ακαρτέρητος. 2. ανυπόμονος: Πάντα ήταν άνθρωπος ακαρτέρητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκαρτερήτως — ἀκαρτέρητος insupportable adverbial ἀκαρτέρητος insupportable masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαρτέρητον — ἀκαρτέρητος insupportable masc/fem acc sg ἀκαρτέρητος insupportable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαρτερήτου — ἀκαρτέρητος insupportable masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαρτερήτους — ἀκαρτέρητος insupportable masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαρτερήτων — ἀκαρτέρητος insupportable masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαρτερήτῳ — ἀκαρτέρητος insupportable masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαρτέρητοι — ἀκαρτέρητος insupportable masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακαρτέρευτος — η, ο [καρτερεύω] ξαφνικός, αναπάντεχος (βλ. ακαρτέρητος) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”